στομφώδεις

στομφώδεις
στομφώδης
masc/fem acc pl
στομφώδης
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρημνοποιός — κρημνοποιός, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται στομφώδεις λέξεις («ἐγὼ γὰρ Αἰσχύλον νομίζω... στόμφακα, κρημνοποιόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… …   Dictionary of Greek

  • ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”